- πυρπολικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πυρπόληση ή αυτός που προξενεί πυρπόληση, εμπρηστικός2. το ουδ. ως ουσ. το πυρπολικόναυτ. πλοίο που χρησιμοποιήθηκε σε διάφορες εποχές, από την κλασσική αρχαιότητα μέχρι και τον 19ο αιώνα, το οποίο, γεμισμένο με εύφλεκτα υλικά, προσκολλούνταν στα ξύλινα πλοία τής εποχής του, αναφλεγόταν και τά πυρπολούσε, κν. μπουρλότο.[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρπολώ. Ο ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. πυρπολικόν μαρτυρείται από το 1825 στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά].
Dictionary of Greek. 2013.